- γνωσιμαχία
- η обскурантизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γνωσιμαχία — η (AM γνωσιμαχία) το ν αγωνίζεται κανείς εναντίον τής επιστημονικής γνώσεως αρχ. η μαχητική, αποφασιστική υποστήριξη μιας απόψεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνώσις + μαχία < μαχος < μάχομαι] … Dictionary of Greek
γνωσιμαχίας — γνωσιμαχίᾱς , γνωσιμαχία obstinate contention fem acc pl γνωσιμαχίᾱς , γνωσιμαχία obstinate contention fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek